LoRDWorld

Αέρας από την δροσερή Ξάνθη.

Πέμπτη, Απριλίου 06, 2006

A brief history of vibrators: From steam to 'The Rabbit' - Perspectives

A brief history of vibrators: From steam to 'The Rabbit' - Perspectives

Δευτέρα, Απριλίου 03, 2006

H επιστροφή

Σάββατο και Πρωταπριλιά σήμανε η ημέρα της επιστροφής. Τα κρασάκια μας βάρυναν λιγάκι το κεφάλι και ενώ είχαμε πει ότι θα ξεκινήσουμε κατά τις 9 το πρωί, σηκωθήκαμε στις 10. Εκ των πραγμάτων ήταν δεδομένο ότι θα αργούσαμε, έτσι πηγαίναμε με το πάσο μας. Φτιάξαμε βαλίτσες, πήραμε πρωινό και αφού το τρενάραμε όσο γινόταν στο φούρνο της κ. Κατερίνας, το τελευταίο πράγμα που κάναμε ήταν μία ξενάγηση στις αποθήκες του κ. Αποστόλη. Είχε πάει όμως ήδη 13+30 και έπρεπε να ξεκινήσουμε.

Πήραμε το δρόμο προς Βόλο, αλλά όχι και προς Θεσσαλονίκη. Οι γονείς μου είχαν καταλύσει σε ένα φιλικό σπίτι στην Πορταριά. Ήταν ευκαιρία να τους δούμε. Έτσι καταλήξαμε πάλι μεσημέρι σε ένα τραπέζι, να πίνουμε μπύρες και να συζητάμε περί επαγγελματικής αποκατάστασης των μηχανικών. Στις 16+30 επιτέλους πήραμε το δρόμο του γυρισμού.

Η διάθεση ήταν μελαγχολική, λόγω της επιστροφής. Φυσικά υπήρχε το αίσθημα της ικανοποίησης, αλλά το γεγονός ότι κάτι τελείωσε βάρυνε την σκέψη μας. Ο ήλιος έλαμπε και μας ζάλιζε καθ’ όλη τη διάρκεια της επιστροφής. Η μουσική είχε γίνει υποτονική και πέσαμε γενικώς. Μια στάση στο κάστρο του Πλαταμώνα έγινε, αλλά ήταν κλειστό, οπότε δεν το θαυμάσαμε από κοντά.

Φτάσαμε Θεσσαλονίκη κατά τις 7, ήπιαμε καφεδάκι, χαζέψαμε λιγάκι τα παιδικά μου άλμπουμ με φωτογραφίες, αλλάξαμε αυτοκίνητο και πάλι. Το ηρωικό Punto πια οδηγούσε ο Χρήστος. Η Μέλλω αποφάσισε να παρατείνει τις διακοπές της μένοντας ακόμα μία ημέρα στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, ενώ σουρούπωνε, ξεκινήσαμε για να επανέλθουμε στη ρουτίνα μας και στα καθημερινά μας προβλήματα.

Κυριακή, Απριλίου 02, 2006

3μερο στο Βόλο (3)

Ημέρα 3η

Η τρίτη ημέρα της εκδρομής, Παρασκευή 31 Μαρτίου, ξεκίνησε πάνω κάτω όπως και η προηγούμενη. Διαφοροποιήθηκαν στα εξής.

1. Περίμενα το Χρήστο να φύγουμε παρέα.

2. Αντί για Σπανακοτυρόπιτες, φάγαμε ζεστό ψωμί από τον φούρνο της κ. Κατερίνας, με βούτυρο και μέλι

3. Αντί για βόλτα στο χωριό, ήπιαμε καφεδάκι στην πλατεία όπου και ο Χρήστος ταρίφωσε τον υπογράφοντα στο τάβλι, παίρνοντας έμμεση εκδίκηση για την Μέλλω.

Η ιδέα της Μέλλω, ήταν να πάμε στο Τρίκερι, ένα χωριό στην μύτη του Παγασητικού, το οποίο βλέπει στο Αιγαίο και όχι μέσα στον κόλπο. Αυτή η ιδέα αποδείχτηκε υπέροχη.

Ξεκινήσαμε, περνώντας από την Αγριά και το συνεργείο του πατέρα της Μέλλω, του κύριου Αποστόλη. Αφού μας έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες, για να μην πάμε προς Αθήνα (ε, Μέλλω;) και αφού μας είπε ότι είχαμε 1 ώρα και 45 λεπτά τουλάχιστο μπροστά μας, ξεκινήσαμε. Η μέρα ήταν θαυμάσια, μύριζε καλοκαίρι, άλλωστε ο Μάρτιος έφευγε σιγά σιγά, τα φυτά ανέβλυζαν τον μύρο τους και η μικρή ταχύτητα του αυτοκινήτου, λόγω στροφών, μας έδινε μια πρώτης τάξης ευκαιρία να θαυμάσουμε το τοπίο το οποίο αναδυόταν στροφή στη στροφή.

Σε μία από αυτές τις στροφές, ένας κολπίσκος εμφανίστηκε μπροστά μας. Μετά από ελάχιστη σκέψη σταματήσαμε και βρήκαμε δρόμο πρόσβασης, με τα πόδια φυσικά. Θαυμάσαμε τα πράσινα νερά του και αράξαμε στα βραχάκια κοιτώντας τον ορίζοντα. Μια ακατανίκητη τάση να πέσουμε στα νερά μας έπιασε, αλλά δεν είχαμε μαγιό. Σιγά το πράμα , για αυτό είναι τα εσώρουχα. Τα πετάξαμε γρήγορα τα ρούχα μας ( εκτός από τη Μέλλω, δυστυχώς) και πέσαμε στα ΠΑΓΩΜΕΝΑ νερά... Ήταν ένα πρώιμο σοκ για την ώρα, αλλά η ηδονή του κρύου νερού, του ήλιου και της ελευθερίας μας έκανε ευτυχισμένους σαν παιδιά που κάνουν ζαβολιά και ξέρουν ότι κανείς δεν θα τους μαλώσει. Σε 5 λεπτά βγήκαμε βέβαια, γιατί όπως προείπα, το νερό ήταν παγωμένο. Στεγνώσαμε στον ήλιο, δεν είχαμε την πολυτέλεια της πετσέτας, και συνεχίσαμε για το Τρίκερι.

Φτάσαμε στις 4. Το χωριό μοιάζει με νησί, είναι το μόνο σίγουρο. Δεν δίνει την ιδέα ότι ανήκει στον ηπειρωτικό κορμό. Γραφικό λιμανάκι, χρωματιστά σπιτάκια, ησυχία, 2 ταβερνάκια και στην άκρη το καρνάγιο. Εκεί κατευθυνθήκαμε πρώτα, γιατί είχαμε δουλειά να κάνουμε. Ένας φίλος της Μέλλω είχε το ιστιοφόρο του για συντήρηση. Το βρήκαμε, ανεβήκαμε απάνω και πραγματικά νιώσαμε να ταξιδεύουμε μακριά, έστω και αν ήμασταν στην στεριά. Μας έγινε και μία ξενάγηση στις καμπίνες του, σπίτι ολόκληρο. Αφού βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες και ρωτήσαμε μερικά πράματα τους τεχνίτες για την ανέλκυση και συντήρηση πλοίων, τι άλλο μας έμενε; Το φαΐ φυσικά.

Την πέσαμε λοιπόν στο πρώτο ταβερνάκι και το τσίπουρο μας συνόδεψαν καραβίδες, σκαθάρια και χταπόδι, όλα φρεσκότατα. Αφού απολαύσαμε το τσίπουρο με τα εδέσματα, με το αλάτι από το θαλασσινό μας μπάνιο να μας τραβάει το δέρμα και το αεράκι να μυρίζει καλοκαίρι, αναλωθήκαμε σε εκ βαθέων ανάλυση των αισθηματικών του υπογράφοντος. Συμπέρασμα δε βγήκε, αλλά είχε γέλιο.

Η ώρα όμως περνούσε και είχαμε και 2 ώρες δρόμο για επιστροφή. Έτσι πήραμε το αυτοκίνητο, βάλαμε χεβυμεταλλιές για να στρώσουμε και κινήσαμε για το Α. Λαυρέντιο, ενώ ο ήλιος αργοέσβηνε πίσω από το βουνό δίνοντας ένα ειδηλιακό χρώμα στη θάλασσα, κάνοντας παράλληλα τη διάθεσή μας μελαγχολική. Περνώντας από το συνεργείο και πάλι, η Μέλλω πήρε το ηρωικό Fiataki της και ανεβήκαμε στο χωριό.

Μετά από ένα μπανάκι για να φύγει η αρμύρα, και λίγη ξεκούραση, το τραπέζι της κ. Κατερίνας ήταν στρωμένο και πάλι. Αυτή τη φορά με μελιτζάνες με τυρί στο φούρνο και μπριζόλες. Το κρασί ήταν δεδομένο, η χορτόπιτα έκπληξη και το παγωτό επιστέγασμα. Το ευχάριστο της υπόθεσης ήταν ότι τελικά ήρθε και ο κ. Αποστόλης στο τραπέζι ενώ στη συνέχεια ο Κώστας που είχε το καφενείο στην πλατεία, μας έκανε την τιμή. Η συζήτηση και το κρασάκι συνεχίστηκαν μέχρι τις 3 το πρωί όπου και αποκαμωμένοι πήγαμε να καταλύσουμε. Ο Χρήστος κοιμήθηκε αμέσως, εγώ με τη Μέλλω είχαμε κουβέντα και πήγε 5 μέχρι να κλείσουν τα βλέφαρά μας.....και την επόμενη μας περίμενε το ταξίδι της επιστροφής.

3μερο στο Βόλο (2)

Ημέρα 2η

Ξημέρωσε Πέμπτη 30 Μαρτίου...Ο υπογράφων, σαν γνήσιο παιδί του πρωινού, ξύπνησε στις 8+30. Οι απόπειρες και η αναμονή να ξυπνήσω τον Dj μας απέβησαν άκαρπες. Διάβασα λιγάκι και κατόπιν ντύθηκα και πήγα προς τον Φούρνο-Μπακάλικο το οποίο διατηρεί η κ. Κατερίνα (η μαμά της Μέλλω ντε) στην πλατεία του χωριού. Με υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο και με φιλοδώρησε με 3 ζεστές σπανακοτυρόπιτες. Ήταν αρκετά για να φτιάξει η μέρα μου. Πήγα στο πατρικό της Μέλλω, όπου με περίμενε με την Ιωάννα. Σε λιγάκι ήρθε και ο Χρήστος, φάγαμε όλοι μαζί και τα είπαμε. Ντύσαμε την Ιωάννα, με σκοπό να την πάμε στην μητέρα της.

Αφού την αφήσαμε, περιδιαβήκαμε τα σοκάκια του χωριού φτάνοντας σε ένα μαγευτικό ξέφωτο, στην ακμή του βουνού, πλατεία Χαζίνη αν θυμάμαι καλά. Ήταν γεμάτο δέντρα, γρασίδι και λουλούδια. Σαν ζωγραφιά, κάτι σαν το στρουμφοχωριό, αλλά πολύ πιο ζωντανό. Κάναμε τραμπάλα στα κλαδιά ενός τεράστιου πλάτανου, αφήσαμε το αεράκι να πάρει τις σκέψεις μας και αφού γίναμε κοινωνοί των παιδικών αναμνήσεων της Μέλλω από αυτό το μέρος, κινήσαμε προς το χωριό. Σταματήσαμε να δούμε την αναπαλαίωση ενός αρχοντικού, μηχανικοί βλέπετε, και κατευθυνθήκαμε προς το αυτοκίνητο.

Η Μέλλω, ως αυτόχθων κάτοικος, κανόνιζε το πρόγραμμα περιήγησης μας. Έτσι μας δήλωσε ότι την τρέχουσα ημέρα θα βλέπαμε Μηλιές, Βυζίτσα και τα λοιπά. Αντίρρηση δε φέραμε, πώς να αρνηθείς σε μια τέτοια γυναίκα, χαχαχα. Ξεκινήσαμε τελικά κατά τη μία το μεσημέρι. Περάσαμε Αγριά, Λεχώνια, και σταματήσαμε στον Άγιο Βλάσιο. Εκεί ήπιαμε καφέ στον καφενέ του φίλου της Μέλλω, του Στέφανου. Να είναι καλά το παλικάρι, μας του κέρασε.

Συνεχίσαμε τη διαδρομή μας και βρεθήκαμε των Πινακωτών, όπου σταματήσαμε και αγοράσαμε και φωτογραφική μηχανή (!), στην Βυζίτσα. Αράξαμε στην πλατεία και κοιτούσαμε τον χάρτη του χωριού. Τότε κάποιος από Χρήστο-Μέλλω, είπε «ρε σεις έχει ένα καταρράκτη, δεν πάμε να τον δούμε;» Ρωτήσαμε και μας είπαν ότι είχε μια μισάωρη διαδρομή μέσα στο βουνό. Η ενδυμασία δεν ήταν κατάλληλη, αλλά δεν πτοηθήκαμε. Πήραμε τον κατήφορο, μέσα από ένα στενό μονοπάτι. Ο καταρράκτης ακούγονταν αλλά δεν τον βλέπαμε και πολλές φορές αναρωτηθήκαμε αν χάσαμε το δρόμο μας, γιατί τα μονοπάτια συχνά διακλαδίζονταν. Περιτό να πώ για την φύση η οποία έχει αρχίσει να έρχεται σε οργασμό. Παπαρούνες, μαργαρίτες, κρινάκια και όλων των ειδών τα φυτά ήταν εκεί....Μέλλισες και πουλιά μας χάριζαν τον βόμβο και το τραγούδι τους τόσο απλώχερα, που νομίζαμε ότι το κάναν μόνο για εμάς. Σε 20 λεπτά είδαμε ένα καταρρακτάκο τόσο δα και απογοητευτήκαμε...είπαμε όμως ότι δεν παίζει θα έχει και συνέχεια. Και συνεχίσαμε. Σύντομα επιβραβευτήκαμε για την επιμονή μας αυτή. Μετά από ένα γεφύρι, εμφανίστηκε μπροστά μας ένας 10μετρος καταρράκτης ο οποίος αποζημίωσε, τρόπο τινά, τον «κόπο» μας. Αράξαμε σε ένα βράχο, βγάλαμε τις φωτογραφίες μας και κινήσαμε για τα πάνω. Φυσικά η άνοδος μας κούρασε παραπάνω, αλλά λιγάκι η ικανοποίηση της επίτευξης του στόχου μας και λίγο η σκέψη ότι κρασάκι και μεζές μας περίμεναν στο ταβερνάκι της πλατείας, μας έκαναν να μην σκεφτόμαστε την ανηφόρα. Έτσι αράξαμε και δοκιμάσαμε κόκκινο κρασάκι, σπετσοφάϊ, γίγαντες και «περιφερειακά» κάτω από ένα πλατάνι. Ο αέρας και η προσπάθεια μας είχαν ανοίξει την όρεξη και μετά από μια καλή οινοκατάνυξη, η κουβεντούλα προσέφερε την κατάλληλη χώνεψη.

Συνεχίσαμε με το αυτοκίνητο για Μηλιές, όπου ήπιαμε τον απογευματινό μας ελληνικό καφέ, που αλλού, στην πλατεία του χωριού. Γυρίσαμε σπίτι κάνοντας τον γύρω μέσω Καλών Νερών και Γατζέας. Αράξαμε στο σπίτι, ο Χρήστος αναλώθηκε στο βιβλίο του, ενώ ο υπογράφων ταρίφωσε τη Μέλλω στο τάβλι (Σορρυ Μελλάκι) στο θεσπέσιο μπαλκονάκι του σπιτιού. Η κυρία Κατερίνα μας περίμενε εντωμεταξύ με αγγινάρες αλλά πολίτα και κοτόπουλο χωριάτικο γεμιστό με τυρί, και φυσικά κρασάκι. Μπορούσαμε να της αρνηθούμε; Όχι βέβαια. Για αυτό απολαύσαμε μέχρι κορεσμού τις υπέροχες γεύσεις. Κατά τη 1 το βράδυ σηκωθήκαμε από το τραπέζι και ήταν η ώρα που θα λαμβάναμε δυνάμεις για την επόμενη ημέρα...


3μερο στο Βόλο (1)

Αδέρφια, καλημέρα.

Είναι πρωινό Κυριακής 2 Απριλίου, δηλαδή τέρμα τα ψέματα. Σκοπός αυτού του post είναι να μεταφέρω τις εμπειρίες μου από ένα καταπληκτικό 3ημερο στο Πήλιο και πιο συγκεκριμένα στο χωριό του Αγίου Λαυρεντίου, που ήταν και η βάση μας.

Ημέρα 1η

Το λοιπόν, ξεκινήσαμε την Τετάρτη 29 Μαρτίου 2006, πουρνό πουρνό, για τα φοιτητικά δεδομένα και αντίθετα στις προβλέψεις που έλεγαν ότι μετά από ένα βαρβάτο μεθύσι και ξενέρωμα του οδηγού δεν θα ήταν δυνατό να συμβεί. Φορτώσαμε το ηρωικό Fiat Punto και ξεκινήσαμε, με το νου μας στην 1η μας απώλεια. Η Μπέτυ αρρώστησε χτες βράδυ και αδυνατούσε να ακολουθήσει τους υπόλοιπους 3 συνταξιδιώτες. Το τιμόνι μέχρι τη Θεσσαλονίκη είχε ο Χρήστος ( Dj Uzupis) γιατί το κεφάλι μου κουδούνιζαν ακόμα τα 5 (;) Dimple της προηγούμενης νύχτας...Η μέρα ήταν υπέροχη και το ταξίδι πολύ βατό. Στη Θεσσαλονίκη είχαμε στάση στο σπίτι μου, όπου και γνωρίσαν τα παιδιά τη μάνα μου, ενώ αλλάξαμε αυτοκίνητο. Πήραμε την Skoda Octavia του Κυριάκου (πατήρ μου) λόγω διαφοράς κλάσης. Το τιμόνι παρέλαβα εγώ, την μουσική επιμέλεια ο Χρήστος και την εμψύχωση η Μέλλω. Η Skoda πετούσε και το ταξίδι ως το Βόλο ήταν παιχνιδάκι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού συνέβη και έκλειψη ηλίου (!), 75% παρακαλώ, την οποία θαυμάζαμε από την ηλιοροφή του αυτοκινήτου και με τη βοήθεια ενός μαύρου γυαλιού ηλεκτροκόλλησης που η μάνα μου μας είχε προμηθεύσει.

Στο βόλο φτάσαμε κατά τις 3, όπου και πληροφορηθήκαμε ότι σε μία ώρα σχολάει η Ερμιόνη, η αδερφή της Μέλλω, από το φροντιστήριο. Περιμένοντας την λοιπόν για να την ανεβάσουμε στο χωριό είχαμε την ευκαιρία να περπατήσουμε στο λιμάνι του Βόλου, να θαυμάσουμε την ομορφιά του και να χαρούμε για την παρουσία τόσων γυναικών, από το παιδαγωγικό δίπλα. Επίσης εντύπωση μας έκαναν τα πολλά ποδήλατα που κυκλοφορούν στην πόλη. Απολαύσαμε ένα αναψυκτικό κάτω από ένα δέντρο και παίρνοντας την Ερμιόνη, κινήσαμε για το χωριό.

Περνώντας την Αγριά και στρίβοντας αριστερά, και διαμέσου μιάς καταπληκτικής διαδρομής, φτάσαμε μετά από 12 km στον Άγιο Λαυρέντιο, ένα καταπληκτικό χωριό, παραδοσιακό και διατηρημένο, 700 ετών περίπου, σκαρφαλωμένο στο Πήλιο με θέα όλο τον Παγασητικό. Μείναμε αποσβολωμένοι και έτσι κατεβάσαμε τα πράματά μας στο πατρικό της Μέλλω.

Εκεί μας περίμενε η μητέρα της, η κυρία Κατερίνα και το 5χρονο αδερφάκι της, η Ιωάννα, όπως επίσης και ένα καταπληκτικό χταπόδι στιφάδο και χειροποίητο κατσικίσιο τυρί και κρασί παραγωγής τους. Τα τσακίσαμε σε χρόνο ρεκόρ. Στη συνέχεια, πήραμε τις τσάντες μας στον ώμο και κατευθυνθήκαμε προς το χώρο διαμονής μας, το σπίτι της γιαγιάς. Η εκπληξή μας όταν φτάσαμε ήταν κάτι παραπάνω από μεγάλη. Ειχαμε έναν ανακαινισμένο όροφο σε ένα παραδοσιακό σπίτι, όλο δικό μας. Με αυτόνομη θέρμανση, μπάνιο και ένα μπαλκόνι που έβλεπε όλο το βουνό και τον κόλπο παράλληλα...Μείναμε να κοιτάμε για πολύ ώρα, όταν μας φώναξε η γιαγιά για καφέ. Τον ήπιαμε κοιτώντας παράλληλα το βρεφικό άλμπουμ φωτογραφιών της Μέλλω, όταν ήρθε ο θείος της και μας είπε ότι ο πατέρας της είναι στο αμπέλι και καλό θα ήταν να πάμε. Παρόλη την κούραση, πήγαμε, μέσα στη νύχτα και είδαμε πως γίνεται το μπόλιασμα του φυτού (δεν είναι της παρούσης η επεξήγηση της τεχνικής).

Γυρνώντας, κάναμε μπανάκι, χαρήκαμε την θέα και κατά τις 12 πήγαμε στο καφενείο του Φραγκογιάννη για τσιπουράκι. Τσακίσαμε 5 25ρακια, με τον ανάλογο μεζέ και πλέον τα μάτια βάρυναν επικίνδυνα. Ο ύπνος ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο μιας ωραίας και γεμάτης ημέρας.